συστολικός

συστολικός
-ή, -ό, Ν
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη συστολή
2. φρ. «συστολικό φύσημα» — φύσημα που ακούγεται κατά τη συστολή τής καρδιάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συστολή. Η λ. μαρτυρείται από το 1879 στον Γ. Καραμήτσα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”